- ἐνεστηκώς
- ἐνεστηκώς, ἐνεστώς s. ἐνίστημι.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ἐνεστηκώς — ἐνίστημι put perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)